Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν κινήσει < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐν, κινήσει (δοτική ενικού του κίνησις) → δείτε τις λέξεις εν και κίνηση

  Έκφραση επεξεργασία

εν κινήσει

  • την ώρα που κάποιος κινείται
    Πέταξε το σκουπίδι απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου εν κινήσει.

  Μεταφράσεις επεξεργασία