εν καταδύσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εν καταδύσει < (καθαρεύουσα ) ἐν καταδύσει (δοτική του κατάδυσις) → δείτε τις λέξεις εν και κατάδυση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
εν καταδύσει (λόγιο)
- (ναυτικός όρος) κατά την κατάδυση
- (ναυτικός όρος) ο πλους των υποβρυχίων κάτων από την επιφάνεια της θάλασσας
- ↪ η ύπαρξη των πάγων παρά τους Πόλους, υποχρεώνει τα υποβρύχια να πλέουν εν καταδύσει
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εν καταδύσει
|