Δείτε επίσης: ἐν εἰρήνῃ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν ειρήνη < (καθαρεύουσα ) ἐν εἰρήνῃ (δοτική ενικού του εἰρήνη) → δείτε τις λέξεις εν και ειρήνη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

εν ειρήνη

  1. (λόγιο) σε περίοδο ειρήνης
  2. (λόγιο) ειρηνικά, γαλήνια
    Πορεύου εν ειρήνη → δείτε τη λέξη ἐν εἰρήνῃ

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία