εν δικαίω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εν δικαίω < (καθαρεύουσα ) ἐν δικαίῳ (δοτική ενικού του δίκαιον ουδέτερο του δίκαιος) → δείτε τις λέξεις εν και δίκαιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
εν δικαίω
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εν δικαίω
|