Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν αποσυνθέσει < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀποσυνθέσει (δοτική του ἀποσύνθεσις) → δείτε τις λέξεις εν και αποσύνθεση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

εν αποσυνθέσει

  Μεταφράσεις επεξεργασία