εν αποσυνθέσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εν αποσυνθέσει < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀποσυνθέσει (δοτική του ἀποσύνθεσις) → δείτε τις λέξεις εν και αποσύνθεση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
εν αποσυνθέσει
- (λόγιο) σε αποσύνθεση
- ↪ βρέθηκε πτώμα αγνώστου εν αποσυνθέσει.
Μεταφράσεις επεξεργασία
εν αποσυνθέσει
|