Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν αντιθέσει < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀντιθέσει < ἐν, ἀντιθέσει (δοτική ενικού του ἀντίθεσις) → δείτε τις λέξεις εν και αντίθεση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

εν αντιθέσει (λόγιο)

  1. αντιθέτως προς
  2. σε αντίθεση με (κάτι άλλο)