Δείτε επίσης: ἐντερο-, έντερο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντερο- < αρχαία ελληνική ἐντερο- < ἔντερον και (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία entero-[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /en.de.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ντε‐ρο-

  Πρόθημα επεξεργασία

εντερο- ή εντερό- και εντερ-

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία