εντερορραγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εντερορραγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική enterorrhagia < αρχαία ελληνική ἔντερον + ῥήγνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεντερορραγία θηλυκό
- (ιατρική) ρήξη και αιμορραγία των εντέρων
Μεταφράσεις
επεξεργασία εντερορραγία