Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
εντελβάις

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντελβάις < (άμεσο δάνειο) γερμανική Edelweiß

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εντελβάις ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία