Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντατικοποιώ < εντατικός + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intensifier)

  Ρήμα επεξεργασία

εντατικοποιώ (παθητική φωνή: εντατικοποιούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία