Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντατική ανάγνωση (νεολογισμός) < εντατικός + ανάγνωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intensive reading)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

εντατική ανάγνωση θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία