Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενοχοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ενοχοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ενοχοποιούμαι

  • με καθιστούν ένοχο για κάτι ενώ δεν είμαι, παρουσιάζουν στοιχεία πλαστά ώστε να με επιβαρύνουν με ευθύνη που δεν είναι δική μου

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία