Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ενοχληθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενοχλούμαι
  2. θα ενοχληθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενοχλούμαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ενοχλούμαι