ενοριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενοριακός < μεσαιωνική ελληνική < ενορία
Επίθετο επεξεργασία
ενοριακός, -ή, -ό
- σχετικός με μια ενορία
- ενοριακός ναός, ενοριακός ιερέας
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενοριακός
|
ενοριακός, -ή, -ό
|