ενοθεϊσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενοθεϊσμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Henotheismus (όρος του 19ου αιώνα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενοθεϊσμός αρσενικό
- (θρησκεία, φιλοσοφία) η λατρεία ενός θεού, ο οποίος ωστόσο δεν είναι ο μοναδικός και οικουμενικός θεός (όπως στον μονοθεϊσμό),[1] οπότε δεν αποκλείεται η ύπαρξη και άλλων θεοτήτων
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενοθεϊσμός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Βλ. Ροζέ Αρλαντέζ, «Ένας μόνο θεός», στο: Φ. Μπρωντέλ - Ζ. Ντυμπί κ.ά., Η Μεσόγειος. Άνθρωποι και πολιτιστική κληρονομιά, μετάφραση από τα γαλλικά: Κώστας Αντύπας (Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1990, ISBN 960-221-018-4), σ. 16.