↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εννιακοσιοστός η εννιακοσιοστή το εννιακοσιοστό
      γενική του εννιακοσιοστού της εννιακοσιοστής του εννιακοσιοστού
    αιτιατική τον εννιακοσιοστό την εννιακοσιοστή το εννιακοσιοστό
     κλητική εννιακοσιοστέ εννιακοσιοστή εννιακοσιοστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εννιακοσιοστοί οι εννιακοσιοστές τα εννιακοσιοστά
      γενική των εννιακοσιοστών των εννιακοσιοστών των εννιακοσιοστών
    αιτιατική τους εννιακοσιοστούς τις εννιακοσιοστές τα εννιακοσιοστά
     κλητική εννιακοσιοστοί εννιακοσιοστές εννιακοσιοστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εννιακοσιοστός < εννιακόσια

  Επίθετο

επεξεργασία

εννιακοσιοστός, -ή, -ό

  1. το τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στον αριθμό εννιακόσια
  2. ο ένας από τους εννιακόσιους ίσους όρους ενός συνόλου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία