Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοσυνεννόηση οι ενδοσυνεννοήσεις
      γενική της ενδοσυνεννόησης* των ενδοσυνεννοήσεων
    αιτιατική την ενδοσυνεννόηση τις ενδοσυνεννοήσεις
     κλητική ενδοσυνεννόηση ενδοσυνεννοήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδοσυνεννοήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοσυνεννόηση < ενδο- + συνεννόηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intercommunication)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενδοσυνεννόηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία