ενδοξότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοξότητα < ελληνιστική κοινή ἐνδοξότης < αρχαία ελληνική ἔνδοξος < ἐν + δόξα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /en.ðoˈkso.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δο‐ξό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδοξότητα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοξότητα
|