Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοκαρδίτιδα οι ενδοκαρδίτιδες
      γενική της ενδοκαρδίτιδας των ενδοκαρδίτιδων
    αιτιατική την ενδοκαρδίτιδα τις ενδοκαρδίτιδες
     κλητική ενδοκαρδίτιδα ενδοκαρδίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοκαρδίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐνδοκαρδῖτις, από την αιτιατική ενικού ἐνδοκαρδίτιδα. Συγχρονικά αναλύεται σε ενδο- + καρδ(ιά) + -ίτιδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενδοκαρδίτιδα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία