Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοδεκτικότητα οι ενδοδεκτικότητες
      γενική της ενδοδεκτικότητας των ενδοδεκτικοτήτων
    αιτιατική την ενδοδεκτικότητα τις ενδοδεκτικότητες
     κλητική ενδοδεκτικότητα ενδοδεκτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοδεκτικότητα οι ενδοδεκτικότητες
      γενική της ενδοδεκτικότητας των ενδοδεκτικοτητών
    αιτιατική την ενδοδεκτικότητα τις ενδοδεκτικότητες
     κλητική ενδοδεκτικότητα ενδοδεκτικότητες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδοδεκτικότητα < ενδο- + δεκτικότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interoception)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενδοδεκτικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία