ενδοδεκτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδοδεκτικότητα < ενδο- + δεκτικότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interoception)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδοδεκτικότητα θηλυκό
- (ιατρική) (νεολογισμός) η ικανότητα αντίληψης ή αίσθησης της φυσιολογίας ή της εσωτερικής λειτουργία]]ς του σώματος
- ※ Η ικανότητα κάποιου να ακούει την καρδιά του εντάσσεται σε μια ευρύτερη αντιληπτική ικανότητα, τη λεγόμενη ενδοδεκτικότητα (interoception), δηλαδή την ικανότητα ενός ανθρώπου να αντιλαμβάνεται την εσωτερική φυσιολογία του και να είναι ευαίσθητος στα εσωτερικά ερεθίσματα του σώματός του, π.χ. στην αναπνοή, σε ένα πόνο ή σε μια αλλαγή του ρυθμού της καρδιάς του λόγω φόβου. (www.lifo.gr, 2/5/2017)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδοδεκτικότητα