ενδογονία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδογονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endogeny < αρχαία ελληνική ἔνδον + -γονία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδογονία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδογονία
|
ενδογονία θηλυκό
|