Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδογενοποιώ < ενδογενής + -ο- + -ποιώ

ενδογενοποιώ (παθητική φωνή: ενδογενοποιούμαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία