ενδελεχώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδελεχώς < αρχαία ελληνική ἐνδελεχῶς < ἐνδελεχής < ἐν + δολιχός
Επίρρημα επεξεργασία
ενδελεχώς
- (κυριολεκτικά) (λόγιο) συνεχώς, διαρκώς, αδιάλειπτα, αέναα
- (μεταφορικά) (λόγιο) επιμελώς
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ενδελεχής
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδελεχώς
|