εναποθηκευμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
εναποθηκευμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εναποθηκευμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εναποθηκευμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εναποθηκευμένος