εναλλακτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εναλλακτήρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εναλλακτήρας αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) σύγχρονη γεννήτρια εναλλασσόμενου ρεύματος (δηλαδή που περιστρέφεται με τη σύγχρονη ταχύτητα όπου P ο αριθμός των πόλων)
Μεταφράσεις επεξεργασία
εναλλακτήρας