Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εναγκαλισμός οι εναγκαλισμοί
      γενική του εναγκαλισμού των εναγκαλισμών
    αιτιατική τον εναγκαλισμό τους εναγκαλισμούς
     κλητική εναγκαλισμέ εναγκαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εναγκαλισμός < εναγκαλισ- (εναγκαλίζομαι) + -μός[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εναγκαλισμός αρσενικό

  1. η στενή και τρυφερή περίπτυξη, αγκάλιασμα
  2. (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) σχέση συνεργασίας που είναι ιδιαίτερα στενή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία