ενέδρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενέδρα | οι | ενέδρες |
γενική | της | ενέδρας | των | ενεδρών |
αιτιατική | την | ενέδρα | τις | ενέδρες |
κλητική | ενέδρα | ενέδρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενέδρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνέδρα[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈne.ðɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νέ‐δρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενέδρα θηλυκό
- παγίδα στημένη από κάποιους που παραμονεύουν
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ενέδρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας