Δείτε επίσης: ἐνέδρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενέδρα οι ενέδρες
      γενική της ενέδρας των ενεδρών
    αιτιατική την ενέδρα τις ενέδρες
     κλητική ενέδρα ενέδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενέδρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνέδρα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈne.ðɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νέ‐δρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενέδρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία