Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμπαιγμός οι εμπαιγμοί
      γενική του εμπαιγμού των εμπαιγμών
    αιτιατική τον εμπαιγμό τους εμπαιγμούς
     κλητική εμπαιγμέ εμπαιγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπαιγμός < ἐν + παιγμός[<παίζω] (ελληνιστικό ἐμπαιγμός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμπαιγμός αρσενικό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμπαίζω
  2. ο περιφρονητικός ή προσβλητικός αστεϊσμός σε βάρος κάποιου
  3. ο χλευασμός, το κορόιδεμα, το περιγέλασμα
  4. η απάτη, η εξαπάτηση, η παραπλάνηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία