εμμηνορροϊκά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμμηνορροϊκά < εμμηνορροϊκ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
εμμηνορροϊκά
- με εμμηνορροϊκό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμμηνορροϊκά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εμμηνορροϊκά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εμμηνορροϊκός