Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμβολιασμός οι εμβολιασμοί
      γενική του εμβολιασμού των εμβολιασμών
    αιτιατική τον εμβολιασμό τους εμβολιασμούς
     κλητική εμβολιασμέ εμβολιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβολιασμός < εμβολιάζω + -μός
 
διαδικασία εμβολιασμού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμβολιασμός αρσενικό

  1. (ιατρική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εμβολιάζω
  2. (βοτανική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εμβολιάζω
     συνώνυμα: μπόλιασμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία