Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εμβάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμβάζω
  2. θα εμβάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμβάζω