Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβάζω < εμβιβάζω < εν + βιβάζω

  Ρήμα επεξεργασία

εμβάζω

  • δίνω εντολή για μεταφορά χρηματικού ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό τρίτου, συνήθως σε ξένη χώρα.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία