Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελλειψοειδής η ελλειψοειδής το ελλειψοειδές
      γενική του ελλειψοειδούς* της ελλειψοειδούς του ελλειψοειδούς
    αιτιατική τον ελλειψοειδή την ελλειψοειδή το ελλειψοειδές
     κλητική ελλειψοειδή(ς) ελλειψοειδής ελλειψοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελλειψοειδείς οι ελλειψοειδείς τα ελλειψοειδή
      γενική των ελλειψοειδών των ελλειψοειδών των ελλειψοειδών
    αιτιατική τους ελλειψοειδείς τις ελλειψοειδείς τα ελλειψοειδή
     κλητική ελλειψοειδείς ελλειψοειδείς ελλειψοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελλειψοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ellipsoïde (έλλειψις + -ειδής)

  Επίθετο επεξεργασία

ελλειψοειδής, -ής, -ές

  1. που έχει το γεωμετρικό σχήμα της έλλειψης
    πρωτομινωϊκή οικία με ελλειψοειδή μορφή (από ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία