ελικοβακτηρίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελικοβακτηρίδιο < έλικα +βακτηρίδιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελικοβακτηρίδιο ουδέτερο
- βακτηρίδιο συνήθως αναφερόμενο συνήθως στο ελικοβακτήριο του πυλωρού (Helicobacter pylori), αρχικά γνωστό ως Campylobacter Pyloridis, είναι ένα Gram(-) αρνητικό μικροαερόφιλο βακτήριο που εντοπίζεται στον στόμαχο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελικοβακτηρίδιο