↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαχιστοποιημένος η ελαχιστοποιημένη το ελαχιστοποιημένο
      γενική του ελαχιστοποιημένου της ελαχιστοποιημένης του ελαχιστοποιημένου
    αιτιατική τον ελαχιστοποιημένο την ελαχιστοποιημένη το ελαχιστοποιημένο
     κλητική ελαχιστοποιημένε ελαχιστοποιημένη ελαχιστοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαχιστοποιημένοι οι ελαχιστοποιημένες τα ελαχιστοποιημένα
      γενική των ελαχιστοποιημένων των ελαχιστοποιημένων των ελαχιστοποιημένων
    αιτιατική τους ελαχιστοποιημένους τις ελαχιστοποιημένες τα ελαχιστοποιημένα
     κλητική ελαχιστοποιημένοι ελαχιστοποιημένες ελαχιστοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελαχιστοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ελαχιστοποιώ

ελαχιστοποιημένος -η -ο

→ δείτε τη λέξη ελαχιστοποιώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία