Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελαιοφαγία οι ελαιοφαγίες
      γενική της ελαιοφαγίας των ελαιοφαγιών
    αιτιατική την ελαιοφαγία τις ελαιοφαγίες
     κλητική ελαιοφαγία ελαιοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελαιοφαγία < έλαι(ο) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελαιοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία