ελαιοκομικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελαιοκομικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐλαιοκομικός < ἐλαιοκομία < ἐλαιοκομέω < αρχαία ελληνική ἐλαία + κομέω
Επίθετο επεξεργασία
ελαιοκομικός
- (γεωπονία) που έχει σχέση με την ελαιοκομία ή αναφέρεται σ' αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη ελαιοκομική: η ελαιοκομία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ελαιοκομία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελαιοκομικός
|