Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελέκτορας οι ελέκτορες
      γενική του ελέκτορα των ελεκτόρων
    αιτιατική τον ελέκτορα τους ελέκτορες
     κλητική ελέκτορα ελέκτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελέκτορας < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈle.kto.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λέ‐κτο‐ρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελέκτορας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία