Δείτε επίσης: ἐκ τῶν ἐνόντων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκ των ενόντων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκ τῶν ἐνόντων → δείτε τις λέξεις εκ, των και ενόντων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek‿ton‿eˈnon.don/

  Έκφραση επεξεργασία

εκ των ενόντων

  • (λόγιο) από αυτά που έχουμε αυτή τη στιγμή στη διάθεσή μας, από τους παρόντες
    Δεν θα γίνει νέα πρόσληψη, θα καλύψουμε το κενό που προκάλεσε η απόλυση του Τάσου εκ των ενόντων (δηλαδή κάποιος από τους ήδη εργαζόμενους θα φορτωθεί και τη δουλειά που έκανε ο απολυμένος)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία