Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκχυδαΐζω < εκ + χυδαΐζω (χυδαίος + -ίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.çi.ðaˈi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐χυ‐δα‐ΐ‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

εκχυδαΐζω, πρτ.: εκχυδάισα, παθ.φωνή: εκχυδαΐζομαι, π.αόρ.: εκχυδαΐστικα, μτχ.π.π.: εκχυδαϊσμένος

  • μετατρέπω σε χυδαίο
    Στην αρχή ήταν λίγο προσεκτικός στις κουβέντες του αλλά τελικά εκχυδάισε τελείως τη συζήτηση απευθυνόμενος συνέχεια προς την αντιπολίτευση με βωμολοχίες

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη χυδαίος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία