εκχυδαΐζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ek.çi.ðaˈi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐χυ‐δα‐ΐ‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκχυδαΐζομαι, π.αόρ.: εκχυδαΐστικα, μτχ.π.π.: εκχυδαϊσμένος
- παθητική φωνή του ρήματος εκχυδαΐζω