Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκτροφείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
εκτροφεί
ο
τα
εκτροφεί
α
γενική
του
εκτροφεί
ου
των
εκτροφεί
ων
αιτιατική
το
εκτροφεί
ο
τα
εκτροφεί
α
κλητική
εκτροφεί
ο
εκτροφεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκτροφείο
<
εκτροφή
+
-είο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκτροφείο
ουδέτερο
χώρος
(με
ειδική
διαμόρφωση
) όπου
εκτρέφονται
ζώα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εκτρέφω
και
τρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκτροφείο
αγγλικά
:
breeding-ground
(en)
γερμανικά
:
Laichplatz
(de)