Δείτε επίσης: ἐκτενής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτενής η εκτενής το εκτενές
      γενική του εκτενούς* της εκτενούς του εκτενούς
    αιτιατική τον εκτενή την εκτενή το εκτενές
     κλητική εκτενή(ς) εκτενής εκτενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτενείς οι εκτενείς τα εκτενή
      γενική των εκτενών των εκτενών των εκτενών
    αιτιατική τους εκτενείς τις εκτενείς τα εκτενή
     κλητική εκτενείς εκτενείς εκτενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτενής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκτενής (προσκολλημένος, φιλικός) [1] απ' όπου και το ἐκτείνω [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kteˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κτε‐νής

  Επίθετο επεξεργασία

εκτενής

  1. που απλώνεται σε μεγάλη έκταση
     συνώνυμα: εκτεταμένος
     αντώνυμα: περιορισμένος
  2. αναλυτικός, λεπτομερής
     αντώνυμα: σύντομος, περιληπτικός

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. εκτενής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.