εκτελωνιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκτελωνιστικός < εκτελωνιστής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
εκτελωνιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον εκτελωνισμό ή τον εκτελωνιστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εκτελωνίζω και τελώνης
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτελωνιστικός
|