εκταφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκταφή | οι | εκταφές |
γενική | της | εκταφής | των | εκταφών |
αιτιατική | την | εκταφή | τις | εκταφές |
κλητική | εκταφή | εκταφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκταφή < εκ- + ταφή, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exhumation [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκταφή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκταφή
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εκταφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας