εκσπλαχνισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
εκσπλαχνισμός < εκ- + σπλάχνα + -ισμός
Προφορά επεξεργασία
/?/
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκσπλαχνισμός (el) αρσενικό
- μαχαιριά στην κοιλιακή χώρα
εκσπλαχνισμός < εκ- + σπλάχνα + -ισμός
/?/
εκσπλαχνισμός (el) αρσενικό