Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκπόνηση οι εκπονήσεις
      γενική της εκπόνησης* των εκπονήσεων
    αιτιατική την εκπόνηση τις εκπονήσεις
     κλητική εκπόνηση εκπονήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπονήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπόνηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκπόνη(σις) + -ση[1] < αρχαία ελληνική ἐκπονέω / ἐκπονῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ekˈpo.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐πό‐νη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκπόνηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία