εκπόνηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκπόνηση | οι | εκπονήσεις |
γενική | της | εκπόνησης* | των | εκπονήσεων |
αιτιατική | την | εκπόνηση | τις | εκπονήσεις |
κλητική | εκπόνηση | εκπονήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπονήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκπόνηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκπόνη(σις) + -ση[1] < αρχαία ελληνική ἐκπονέω / ἐκπονῶ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ekˈpo.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐πό‐νη‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκπόνηση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκπόνηση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εκπόνηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας