εκλεκτοράτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκλεκτοράτο < εκλέκτορ(ας) + -άτο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκλεκτοράτο ουδέτερο
- (ιστορία) το γερμανικό κράτος ή κρατίδιο του οποίου ο ηγεμόνας είχε την ιδιότητα του εκλέκτορα, δηλαδή συμμετείχε στην εκλογή του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκλεκτοράτο