εκλαμπρότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκλαμπρότητα < μεσαιωνική ελληνική ἐκλαμπρότης < ελληνιστική κοινή ἔκλαμπρος < ἐκ + αρχαία ελληνική λαμπρός
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκλαμπρότητα θηλυκό
- (προσφώνηση) τιμητική προσφώνηση επισήμων (στον εκκλησιαστικό ή πολιτικό τομέα)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκλαμπρότητα
|