εκκεντροφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκκεντροφόρος < έκκεντρ(ο) + -ο- + -φόρος
Επίθετο επεξεργασία
εκκεντροφόρος, α, -ο
- που φέρει έκκεντρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκκεντροφόρος αρσενικό
- εξάρτημα της μηχανής του αυτοκινήτου, ο άξονας της μηχανής εσωτερικής καύσης στον οποίο βρίσκονται τα έκκεντρα που ανοιγοκλείνουν τις βαλβίδες
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκκεντροφόρος
|